- χείμετλον
- χείμετλον, τό, Frostbeule, Frostschaden, bes. an den Füßen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χίμετλο — και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου,… … Dictionary of Greek
χείμετλο — τὸ / χείμετλον, ΝΑ βλ. χίμετλο … Dictionary of Greek